- ταιριαστός
- -ή, -όεπίρρ. -ά συνδυασμένος αρμονικά: Ταιριαστό αντρόγυνο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ταιριαστός — και ταιριαχτός, ή, ό, Ν [ταιριάζω] αυτός που ταιριάζει με κάποιον ή με κάτι, ευάρμοστος, καλά συνδυασμένος (α. «ταιριαστό ανδρόγυνο» β. «ταιριαστά ρούχα»). επίρρ... ταιριαστά Ν κατά τρόπο ταιριαστό, όπως πρέπει … Dictionary of Greek
-τος — παραγωγική κατάληξη επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία ανάγεται στην ΙΕ κατάληξη to , θεματική μορφή τής επέκτασης t (πρβλ. αρχ. ινδ. crutas, αβεστ. sruta , λατ. in clutus, ελλ. κλυτός). Η κατάληξη τος απαντά κυρίως … Dictionary of Greek
άρμα — Αρχαία πόλη της Ταναγραίας στη Βοιωτία. Πήρε το όνομά της από το άρμα του Αμφιάραου που, σύμφωνα με τοπική παράδοση, εξαφανίστηκε στη θέση αυτή κατά τη φυγή των Αργείων από τις Θήβες. Την πόλη αυτή μνημονεύει και ο Όμηρος. * * * (I) ἄρμα, η (Α)… … Dictionary of Greek
ίσος — η, ο (ΑΜ ἴσος, η, ον, Α επικ. τύπος ἶσος και ἔϊσος, η, ον) 1. αυτός που είναι ίδιος με κάποιον άλλον κατά την ποσότητα, τις διαστάσεις, τη δύναμη ή την αξία 2. αυτός που εκτείνεται σε ευθεία γραμμή, ευθύς, ίσιος 3. ομαλός, επίπεδος 4. αυτός που… … Dictionary of Greek
αίσιος — ια, ιο (Α αἴσιος, ία, ιον) αυτός που προμηνύει κάτι καλό, ευνοϊκός, ευοίωνος (κυρίως για οιωνούς) νεοελλ. (για καταστάσεις) ευτυχής, χαρούμενος αρχ. κατάλληλος, ταιριαστός, δίκαιος, σωστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἶσα βλ. λ.. ΠΑΡ. αρχ. αἰσιοῦμαι. ΣΥΝΘ.… … Dictionary of Greek
ακαθήκων — ἀκαθήκων, ουσα, ῆκον (AM) ο μη ταιριαστός, απρεπής, ασεβής. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθήκω. ΠΑΡ. αρχ. ἀκαθηκόντως] … Dictionary of Greek
ακόλουθος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από τη Θηβαΐδα και έζησε στην Ερμούπολη της Αιγύπτου επί Μαξιμιανού. Τον συνέλαβαν στα χρόνια του ηγεμόνα Αρριανού, ο οποίος προσπάθησε με κολακείες και απειλές να τον επαναφέρει στην εθνική θρησκεία … Dictionary of Greek
ανδραποδώδης — ἀνδραποδώδης, ες (Α) όμοιος με ανδράποδο, ταιριαστός σε ανδράποδα, δουλικός, ευτελής … Dictionary of Greek
αξιοπρεπής — ές (Α ἀξιοπρεπής ές) νεοελλ. αυτός που τον διακρίνει αυτοσεβασμός, ανωτερότητα, σοβαρότητα, άψογη συμπεριφορά ||αρχ. μσν.) ο κατάλληλος, ο καθώς πρέπει, ο ταιριαστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < άξιος + πρεπής < πρέπω] … Dictionary of Greek
αραρίσκω — ἀραρίσκω (Α) Ι. 1. συνδέω, ταιριάζω μαζί 2. συναρμολογώ, κατασκευάζω 3. εξαρτύω, εξοπλίζω, εφοδιάζω 4. παρασκευάζω, ετοιμάζω 5. κάνω κάτι σύμφωνα με την προτίμηση κάποιου 6. είμαι αρμόδιος, κατάλληλος, έτοιμος, ευχάριστος II. (μτχ.) ἀρηρώς κ.… … Dictionary of Greek